- σταφυλητόμος
- -ον, Ααυτός που κόβει σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφυλητόμον — σταφυλητόμος grape cutting masc/fem acc sg σταφυλητόμος grape cutting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek